-τήριο

-τήριο
-τήριον, ΝΜΑ
παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε -τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε -τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ. σε -τήριον μπορούν να ερμηνευθούν ως ουσιαστικοποιημένοι τ. τού ουδ. τών επιθέτων αυτών), αλλά πολύ νωρίς εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη παραγωγής λέξεων τόσο από ρηματικούς τύπους (πρβλ. περιρραν-τήριον < περιρραίνω) όσο και από ουσιαστικά σε -τής (πρβλ. δειπνη-τήριον < δειπνητής) και η οποία δηλώνει: α) σκεύη, εργαλεία, όργανα, (πρβλ. λου-τήριον, πο-τήριον, σημαν-τήριον, στρεβλω-τήριον). Ορισμένα από τα ουσιαστικά τής κατηγορίας αυτής έχουν προέλθει από αντίστοιχα ουσ. σε -τήρ, που έχουν την ίδια σημ., οπότε μπορούν να θεωρηθούν ως υποκοριστικά σε -ιον (πρβλ. θυμιατήριον: θυμιατήρ). Εξάλλου, στη Νέα Ελληνική, κυρίως, υπάρχουν τύποι που δηλώνουν το μέσο με το οποίο γίνεται κάτι (πρβλ. απολυτήριο, ειδοποιη-τήριο, πιστοποιη-τήριο) και τα οποία ερμηνεύονται καλύτερα ως ουσιαστικοποιημένοι τύποι τών ουδετέρων τών αντίστοιχων επιθέτων σε -τήριος
β) τόπο (πρβλ. βολευ-τήριον, δεσμω-τήριον, χρηματισ-τήριον). Η χρήση αυτή τής κατάληξης, η οποία δεν απαντά στον Όμηρο, είχε μεγάλη επίδοση στην Ιωνική - Αττική και αργότερα και στην Κοινή και στη Νέα Ελληνική. Η κατάληξη, τέλος, απαντά στη Νέα Ελληνική και με τη μορφή -τήρι (πρβλ. εργασ-τήρι) η οποία, όμως, χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε ονομασίες εργαλείων (πρβλ. κλαδευ-τήρι, ξυπνη-τήρι, σουρω-τήρι), καθώς και με τη μορφή -τήρα, η οποία προήλθε αρχικά από την κατάληξη -τήρι με μεγεθυντική κατάληξη -α (πρβλ. κλαδευ-τήρα, ραβδισ-τήρα).Παραδείγματα λ. σε -τήριο(ν): ακροατήριο(ν), βασανιστήριο(ν), βουλευτήριο(ν), γυμναστήριο(ν), δειπνητήριο(ν), δεσμωτήριο(ν), δικαστήριο(ν), εγερτήριο(ν), εισιτήριο(ν), εργαστήριο(ν), καπνιστήριο(ν), κοιμητήριο(ν), κριτήριο(ν), λογιστήριο(ν), μελετητήριο(ν), ορμητήριο(ν), πατητήριο(ν), ποτιστήρι(ον), ποτήρι(ον), πρατήρι(ον), σκαλιστήρι(ον), σφαγιαστήριο(ν), σωφρονιστήριο(ν), ταμιευτήριο(ν), χωνευτήριο(ν)
αρχ.
γομφωτήριον, θεωρητήριον, καπνωτήριον, κληρωτήριον, κοσκινευτήριον, φρενωτήριον
νεοελλ.
αγγελτήριο, διαβατήριο, ελατήριο, ευρετήριο, θεραπευτήριο, κολυμβητήριο, κομμωτήριο, μοναστήρι(ο), πιεστήριο, πωλητήριο, σιωπητήριο, σπουδαστήριο, συλλαλητήριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορητήριο — το 1. η κατά την έναρξη τής δίκης έγγραφή ή και προφορική διατύπωση τής κατηγορίας εναντίον τού κατηγορουμένου 2. το δικονομικό έγγραφο που περιέχει την πράξη η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή… …   Dictionary of Greek

  • κρατητήριο — το 1. μηχανισμός που ανακόπτει την κίνηση, κυρίως σε μηχανές 2. τόπος σε αστυνομικό τμήμα, στρατόπεδο κ.α., στον οποίο είναι εγκλεισμένοι αυτοί που βρίσκονται υπό κράτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατώ + τήριο (πρβλ. ορμη τήριο, σιωπη τήριο). Η λ., στον… …   Dictionary of Greek

  • ησυχαστήριο — Μορφή μοναστικής εγκατάστασης, όπου οι μοναχοί αποχωρούν για να ζήσουν απομονωμένοι μακριά από τις κοσμικές απολαύσεις. Οι όροι ησυχία και ησυχαστής ανήκουν στο λεξιλόγιο του μοναχισμού και καθορίζουν τον τρόπο ζωής εκείνων που αναζητούσαν τον… …   Dictionary of Greek

  • μαγγανευτήριον — μαγγανευτήριον, τὸ (Α) τόπος όπου τελούνταν μαγγανείες («ἱερὰ ἀνοίγων ἀποκλείει μαγγανευτήρια», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγγανεύω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριο, δεσμω τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • ναυλωτήριο — το το ναυλοσύμφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω + επίθημα τήριο (πρβλ. δεσμω τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • νοσηλευτήριο — το ίδρυμα για τη θεραπεία ασθενών, θεραπευτήριο, νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοσηλεύω + επίθημα τήριο (πρβλ. βουλευ τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • ξαντήριο — το το εργαστήριο τού ξάντη, ο τόπος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνεται το λανάρισμα, λαναριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω + κατάλ. τήριο (πρβλ. κλωσ τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • οβελιστήριο — το κατάστημα στο οποίο πωλούνται ψητά σούβλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. καπνισ τήριο)] …   Dictionary of Greek

  • οιακιστήριο — το παλαιότερη επίσημη ονομασία τού διαμερίσματος τού πλοίου όπου βρισκόταν το οιακοστρόφιο, οι χάρτες, η πυξίδα κ.ά. όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰακίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. καπνισ τήριο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”